Μία απ’ αυτές [τις μοναχές] κείτονταν κοιμισμένη στην εσωτερική αυλή, φορώντας σχισμένα παλαιά ρούχα. Λέει ο γέροντας [αββάς Δανιήλ]·
– Ποια είναι αυτή που κοιμάται;
Του απαντά μία από τις αδελφές·
– Είναι μέθυση και δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Να την πετάξουμε έξω από το μοναστήρι φοβόμαστε το κρίμα, αν την αφήσουμε όμως σκανδαλίζει τις αδελφές.
Λέει ο γέροντας στον μαθητή του·
– Πάρε τη λεκάνη και άδειασέ την πάνω της.
Όταν τόκανε, αμέσως αυτή σηκώθηκε σαν από μεθύσι. Τον λέει η αμμάς·
– Δέσποτα έτσι είναι πάντοτε.
Ενώ πήγαιναν να αναπαυθούν, λέει ο αββάς Δανιήλ στον μαθητή του·
– Πήγαινε και δες πού κοιμάται η μέθυση, κάπου στην εσωτερική αυλή βρισκόταν.
Αυτός πηγαίνει, βλέπει και του λέγει·
– “Είναι κοντά στα αφοδευτήρια”.
Λέγει ο γέροντας στον μαθητή του·
– Μείνε άγρυπνος αυτή τη νύχτα μαζί μου.
Διαβάστε τη συνέχεια στο Διαδικτυακό Περιοδικό Πεμπτουσία πατώντας εδώ