«Η Εκκλησία από τη φύση της είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος των νέων, γιατί μπορεί με τον πιο ουσιαστικό τρόπο να πληρώσει τις υπαρξιακές τους ανάγκες και να νοηματοδοτήσει τη ζωή τους.
Στην Εκκλησία ο νέος άνθρωπος δεν στοχάζεται για τον Θεό, δεν φιλοσοφεί αφηρημένα για την ύπαρξή Του, αλλά βιώνει εν σαρκί την παρουσία Του, γίνεται μέτοχος της θείας ζωής Του. Στην Εκκλησία πάντοτε, αλλά και σήμερα, ο νέος άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να ψηλαφήσει τη δυνατότητα της θεώσεως, στα πρόσωπα των παλαιοτέρων και των νεοτέρων ανθρώπων του Θεού.
Η Εκκλησία ταιριάζει στους νέους, είναι ο φυσικός τους χώρος, γιατί είναι ένας δυναμικός χώρος, ένας χώρος γεμάτος δύναμη και ζωή, ένας χώρος άθλησης.
Ζώ στην Εκκλησία σημαίνει δεν πιστεύω απλώς ότι υπάρχει ένας Θεός, αλλά κοινωνώ με τη ζωή Του και ζώ την παρουσία Του στο πρόσωπο του αδελφού μου, παλεύω για να είναι ο άλλος ο αδελφός μου και ο Θεός μου».
(Χριστοδούλου, Αρχιεπ. Αθηνών, Μηνύματα Πίστεως, Αθήνα 2000)