Δύο χριστιανοί πιάστηκαν σε καιρό διωγμού και οδηγήθηκαν για να μαρτυρήσουν. Μετά από τα πρώτα βασανιστήρια, τους έριξαν στη φυλακή.
Από δαιμονική όμως ενέργεια συνέβη μεταξύ τους κάποια φιλονικία και παρεξήγηση. Ο ένας λοιπόν σύντομα μεταμελήθηκε και έβαλε μετάνοια στον αδελφό λέγοντας:
– Αύριο έρχεται το τέλος μας. Ας αφήσουμε την έχθρα μας και ας συμφιλιωθούμε.
Ο άλλος όμως δεν δεχόταν.
Την άλλη μέρα οδηγήθηκαν πάλι στο δικαστήριο και βασανίστηκαν. Εκείνος που δεν δέχτηκε την μετάνοια, λύγισε με το πρώτο χτύπημα. Τον ρώτησε λοιπόν ο άρχοντας:
Γιατί χθες, με τόσα βασανιστήρια, δεν πείστηκες στα λόγια μου;
Και αυτός αποκρίθηκε:
– Γιατί χθες είχα αγάπη με τον αδελφό μου, και η χάρη του Θεού με ενδυνάμωνε. Τώρα όμως του κρατώ κακία και γι’ αυτό γυμνώθηκα από τη σκέπη και την ενίσχυση του Θεού.
Από τον «Ευεργετινό», τόμος β’, σ.358-359, των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)