- Του πρωτοπρεσβύτερου Ευστράτιου Δήσσου, Ιερατικώς Προϊσταμένου Ιερού Προσκυνηματικού Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μανταμάδου Λέσβου
Φωτιά, καπνός κι ἀντάρα στά παράλια της Μεσογείου. Τά κουρσάρικα καράβια τῶν Σαρακηνῶν ὀργώνουν ἐλεύθερα τά καταγάλανα νερά τοῦ Αἰγαίου καί σκορποῦν τή συμφορά καί τόν ὄλεθρο στά δαντελωτά ἀκρογιάλια του. Οἱ Σαρακηνοί, σάν γύπες, ἀράζουν ὅπου μυρίζονται τροφή κι ἀνοίγουν τίς μπουκαπόρτες τους καί ξερνοῦν ὅ,τι χειρότερο μπορεῖ νά δείξει τό ἀνθρώπινο γένος. Κορμιά μαῦρα σάν τό σκοτάδι, ἀνθρώπους θεριά, τούς φοβερούς Σαρακηνούς, τή φοβέρα τῶν παραλίων οἰκισμῶν, τή συμφορά.
Δέν ἔχουν τίποτα τό ἱερό, δέν πιστεύουν σέ κανένα Θεό, γι’ αὐτούς Θεός εἶναι τό πλιάτσικο, σύντροφός τους ὁ μπαλτάς καί τό μαχαίρι, εὐχαρίστησή τους τό ἄλικο αἷμα καί τό κρασί. Μοιάζουν πολύ τά δύο αὐτά καί τ’ ἀγαποῦν ἐξίσου.
Ὁρμοῦν σάν πληγές τοῦ Φαραώ στίς παράλιες πόλεις καί τά χωριά καί σκορποῦν τήν συμφορά. Σφάζουν ἀνθρώπους καί ζωντανά. Καῖνε καί ρημάζουν στό πέρασμά τους.
Τήν πιό μεγάλη ὅμως ἐρήμωση, τήν ἔπαθαν τά νησιά μας. Ἀπροστάτευτα καθώς ἦταν καί σκορπισμένα μέσα στή γαλανή ἀγκαλιά τοῦ Αἰγαίου, τράβηξαν πιότερο τήν προσοχή καί τή λαιμαργία τῶν Σαρακηνῶν. Οἱ κάτοικοι, ὅσοι πρόλαβαν νά γλυτώνουν, τραβήχτηκαν στό ἐσωτερικό γιά νά ἀποφύγουν τή μανία τῶν Σαρακηνῶν.
Ἡ Λέσβος, ἕνα ἀπό τά πιό ὄμορφα καί πλούσια νησιά μας, ὑπῆρξε στόχος περισσότερο τῶν Σαρακηνῶν. Ἴσως γιατί ἡ πλούσια γῆ της καί τό ἀνεπτυγμένο ἐμπόριο τῶν κατοίκων τῶν παραθαλασσίων συνοικισμῶν πού ἔκαμαν τά ἀρχοντικά σπίτια τους, νά εἶναι γεμάτα ἀπό γεννήματα καί πολίτικα καί βενετσιάνικα ἀσημικά καί χρυσαφικά, ἦταν ἕνα μεγάλο κίνητρο γιά τούς ἁρπαγές.
Τήν ἐποχή ἐκείνη, τό βυζαντινό κράτος δέν μποροῦσε νά ἀντιδράσει καί νά τούς χτυπήσει, ἐπειδή εἶχε νά κάνει μέ πολλούς καί σπουδαιότερους ἐχθρούς, ἴσως πάλι γιατί τό νησί μεγάλο καθώς εἶναι, καί μέ ἀκρογιαλιές, γεμάτες κολπίσκους, φυσικά λιμάνια, ἀπόμερα, ἀπήνεμα καί ἀσφαλῆ ἀπό τά μάτια κάθε ἐχθροῦ, νά ἔκανε τούς Σαρακηνούς νά τό βλέπουν μέ περισσότερη σιγουριά καί πολλές φορές σάν τόπο ἀνεφοδιασμοῦ καί ἀνάπαυλας. Γι’ αὐτό καί μέχρι σήμερα, πολλά τέτοια μέρη ἀπόμερα, ἀπό ἀνθρώπους καί ἀνέμους, μέ κολπίσκους καί ἀραξοβόλια, ὀνομάζονται Σαρακήνα, Σαρακηνιό, Σαρακονήσι κ.λπ.. Αυτές οἱ τοποθεσίες δέν ἦταν παρά λημεριάσματα Σαρακηνῶν καί πῆραν τήν ὀνομασία τούς ἀπ’ αὐτούς.
Κατά τά τέλη τοῦ Θ’ αἰώνα καί τίς ἀρχές τοῦ ΙΑ’ (δηλαδή τό 900 μέ 1000) οἱ Σαρακηνοί ἦταν στίς δόξες τους. Κανέναν δέν φοβόταν καί κανείς δέν τούς κυνηγοῦσε. Τά νησιά γι’ αὐτούς ἦταν τσιφλίκια τους, ὁπόταν τούς ἄρεσε, ἔβαζαν πλώρη σ’ αὐτά, ἔκαιαν τά χωριά, ἔκλεβαν, σκότωναν, ἐρήμωναν τόν τόπο καί γέμιζαν τά καράβια τους ἀπό σκλάβους καί λάφυρα γιά τά σκλαβοπάζαρα καί τίς πλούσιες ἀγορές τῆς Ἀνατολῆς.
Σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἐποχή, δηλαδή τό 900 μέ 1000, ἡ ζωντανή παράδοση τοῦ Μανταμάδου, τοποθετεῖ τήν κατασκευή τῆς εἰκόνας τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ μέ αἷμα τῶν μοναχῶν πού σφαγιάσθηκαν ἀπό τούς Σαρακηνούς. Ἡ παράδοση εἶναι τόσο ζωντανή καί τά γεγονότα καί οἱ τοποθεσίες πού ἀναφέρονται πραγματικές, πού θά πρέπει νά ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν ἱστορία. Οἱ αἰῶνες δέν κατόρθωσαν στό πέρασμά τους νά παραλείψουν ἤ νά προσθέσουν κάτι στά γεγονότα πού διαδραματίστηκαν τίς φοβερές ἐκεῖνες ἡμέρες.
Στή θέση «Λεσβάδος» (τοποθεσία στόν Ταξιάρχη, δύο περίπου χιλιόμετρα ἀπό τό Μανταμάδο), πού ἔχει πάρει τήν ὀνομασία της ἀπό τόν πρῶτο κάτοικο τοῦ νησιοῦ, ὑπῆρχε ἕνα Μοναστήρι πρός τιμήν τῶν Ταξιαρχῶν, πού ἡ ἵδρυσή του χάνεται στά βάθη τῶν αἰώνων.
Οἱ μοναχοί του λιγοστοί, δεκαοκτώ τόν ἀριθμό, κατά τήν παράδοση, τό εἶχαν ὀχυρώσει μέ τείχη καί πύργο (ὁ πύργος διατηρεῖται μέχρι σήμερα), γιά νά ἀποκρούουν τίς ἐπιδρομές τῶν Σαρακηνῶν. Καί τά κατάφεραν πάρα πολλές φορές, σέ σημεῖο πού ὁ ἀρχιπειρατής Σιρχᾶν, νά ἔχει τόσο πεισμωθεῖ καί θυμώσει, πού περισσότερο ἀπό γινάτι παρά ἀπό λεηλασία ἤθελε νά τό κάψει.
Ἦταν ἄνοιξη. Ἡ μυροβόλος Λέσβος, φορώντας τήν καταπράσινη πλουμιστή της φορεσιά, λικνιζότανε σάν πεντάμορφη νύφη πάνω στά καταγάλανα νερά τοῦ Αἰγαίου. Ὁ βαρύς χειμώνας πέρασε ἥσυχος. Οἱ πειρατές, φοβούμενοι τόν ἄγριο θυμό τοῦ Αἰγαίου, πού τό χειμώνα εἶναι περισσότερο ἁψύς, εἶχαν ἀράξει στά λημέρια τῆς πατρίδας τους, νά γλεντήσουν τά πλιάτσικά τους, νά διορθώσουν τίς ζημιές καί νά ἑτοιμαστοῦν γιά τίς νέες τους ἐπιδρομές.
Οἱ μοναχοί, μετά ἀπό τήν ἀνάπαυλα τοῦ βαρύ χειμώνα, μέ τίς πρῶτες ἀνοιξιάτικες μέρες, ἄρχισαν τίς προετοιμασίες γιά τό Πάσχα. Τά κελιά, ἡ μεγάλη αὐλή καί ὅλοι οἱ χῶροι τοῦ Μοναστηριοῦ ἀσπρίζονταν καί ἔπαιρναν μία ἑορταστική ὄψη. Ὁ χειμώνας ἔκαμε τούς μοναχούς νά ξεχάσουν κάπως τούς φοβερούς πειρατές καί νά μήν προσέχουν ὅσο ἔπρεπε τή φρούρηση τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἡ σκέψη τούς ἦταν περισσότερο δοσμένη στίς κατανυκτικές ἀκολουθίες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί στίς προετοιμασίες γιά τό λαμπροφόρο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ὅμως οἱ Σαρακηνοί, μέ τίς πρῶτες γαληνές τῆς ἄνοιξης, σήκωσαν πανιά γιά τό Αἰγαῖο. Τό κουρσάρικό του ἀρχιπειρατῆ Σιρχᾶν, μέ σηκωμένα ὅλα του τά πανιά, πλησίαζε τίς ἀκρογιαλιές τῆς Λέσβου. Εἶχε παρακάμψει τή Μήθυμνα μέ τό ἄπαρτό της Κάστρο καί ἔβαζε πλώρη γιά τή Σαρακήνα, παραλιακή τοποθεσία τοῦ Μανταμάδου, τρία τέταρτα δρόμο περίπου ἀπό τό Μοναστήρι τῶν Ταξιαρχῶν. Ἡ ἡμέρα ἄρχιζε νά γέρνει. Ὁ ἀνοιξιάτικος λαμπερός ἥλιος κατηφόριζε γιά τίς παραδεισένιες του πορφυρές πύλες τῆς δύσης καί ἀμέτρητα χρώματα εἶχαν ἁπλωθεῖ πάνω στά καταγάλανα νερά τῆς θάλασσας.
Πάνω στό πειρατικό του, ὁ ἀρχιπειρατής Σιρχᾶν κάλεσε ὅλο τό τσοῦρμο του. Ἦταν ἕνας μιγάς πελώριος, κοντά δύο μέτρα. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του, ὅλη ἡ Λέσβος γνώρισε τή χειρότερη ἐρήμωση καί καταστροφή. Στάθηκε στή γέφυρα, ἀγριωπός. Τό πρόσωπό τού σού θύμιζε ἄρχοντα τῆς κόλασης. Στή μύτη του καί στ’ ἀφτιά τοῦ κρέμονταν χρυσοί κρίκοι, πού ἔκαναν τό μελαμψό πρόσωπό του περισσότερο χτυπητό καί ἄγριο. Τά χείλη τοῦ κόκκινα καί φουσκωμένα καί καθώς μιλοῦσε φαινόταν μία σειρά μεγάλα κάτασπρα δόντια, ὄπλα φοβερά πολλές φορές καί αὐτά στή φοβερή μάχη. Τό γερακίσιο του μάτι, γιατί τό ἄλλο ἦταν πάντοτε σκεπασμένο μέ ἕνα μαῦρο πανί πού δενόταν πίσω στ’ ἀριστερό του ἀφτί, ἔβγαζε σκέτη φωτιά ὅταν σέ κοιτοῦσε.
Γυμνό τό σῶμα του ἀπό τή μέση καί πάνω καί τό φαρδύ του στῆθος τό σκέπαζε κατάμαυρο σγουρό τρίχωμα. Τά χέρια του, χέρια γορίλλα, τριχωτά καί γεροδεμένα, πού ὁ μπαλτάς στά μακριά του δάκτυλα φαινόταν σά μικρό ἐργαλεῖο στά χέρια ἑνός τεχνίτη. Τή μέση του τήν ἕσφιγγε ἕνα χρωματιστό ζωνάρι, πού κρατοῦσε σφικτά καί κατακρέατα τόν μπαλτά καί τή σπάθα. Ὅταν στεριωνόταν καταμεσῆς στό τσοῦρμο του μέ τά πόδια τοῦ ἀνοιχτά, ἐξεῖχε τουλάχιστον μία σπιθαμή ἀπ’ αὐτό. Ἡ φωνή του, ἕνας τηλεβόας, ἔκαμε σέ κάθε προσταγή τοῦ τό τσοῦρμο νά ζαρώνει.
«Ἀκοῦστε μέ καλά», εἶπε μέ φωνή δυνατή, «τούτη τή φορά θά μποῦμε μέσα στό μοναστήρι. Ὅλα εἶναι δικά σας. Κάψτε, ρημάξτε, λεηλατῆστε, κάντε τοῦ κεφιοῦ σας, ἐγώ θέλω μόνο τό χρυσό ποτήρι πού μ’ αὐτό λειτουργοῦν οἱ καλόγηροι, γιά νά πίνω τό κρασί μου, ὅλα τά ἄλλα τά χρυσαφικά, ἀσημικά καί βίος, εἶναι δικά σας. Ὅποιος λιποτακτήσει θά τόν κρεμάσω ἀπό τ’ ἄρμενα. Ἄν δέν τό πάρουμε καί τούτη τή φορά, θά σᾶς ἀφήσω στό νησί καί θά σαλπάρω γιά νά σᾶς παλουκώσουν οἱ γραικοί. Δέν σηκώνει ἄλλη ἀναβολή. Τ’ ἀκούσατε καλά;»
Ἀλαλαγμοί καί ξεφωνητά ἦταν ἡ καταφατική ἀπάντηση τοῦ τσούρμου τοῦ μαύρου πειρατή. Ἡ βροντερή του φωνή ἀκούστηκε πάλι, κάνοντας νά σιγήσουν οἱ πάντες.
«Θά ἀράξουμε στό παλιό μας λημέρι καί, ὅταν σκοτεινιάσει γιά τά καλά, θά ξεκινήσουμε γιά νά τούς ριχτοῦμε τά βαθιά χαράματα, πού δέν θά μᾶς περιμένουν. Προσέξτε. Δέν πρέπει νά μᾶς βρεῖ ἡ μέρα, θά εἶναι ἡ καταστροφή μας. Γι’ αὐτό δέν ἔχετε ἄλλη λύση. Ἤ θά τό πάρουμε στά γρήγορα καί θά κατηφορίσουμε στό καράβι ἤ θά μᾶς πάρουν χαμπάρι οἱ γραικοί τριγύρω καί ἑνωμένοι θά μᾶς πετσοκόψουν.
Ὁ πανοῦργος ἀρχιπειρατής τά κανόνισε ἔτσι ὥστε ἀπό τή μία ἡ λαχτάρα τοῦ πλιάτσικου, ἀπό τήν ἄλλη ὁ φόβος νά μήν ἀργήσουν καί χάσουν τή ζωή τους, τούς προετοίμαζε νά ἐνεργήσουν προσεκτικά καί μέ φανατισμό γιά νά ἐπιτύχει ἡ ἐπιδρομή. Στό Μοναστήρι, ἡ ζωή συνεχιζόταν κανονικά, ἡ προσοχή τῶν μοναχῶν ἦταν δοσμένη στίς κατανυκτικές ἀκολουθίες καί στίς προετοιμασίες. Τό βράδυ τῆς ἡμέρας αὐτῆς, οἱ μοναχοί, ὅπως κάθε βράδυ μετά ἀπό τό μεγάλο ἀπόδειπνο, τραβήχτηκαν στά κελιά τους γιά νά ἡσυχάσουν καί νά ξεκουραστοῦν ἀπό τόν κόπο τῆς ἡμέρας. Τό σκοτάδι εἶχε γιά καλά ἀγκαλιάσει τόν τόπο τριγύρω καί ἡ ἡσυχία πού ἁπλωνότανε ἦταν ἁπαλή καί γαλήνια. Τίποτα δέν προμήνυε τό κακό πού θά ἀκολουθοῦσε μές στή νύχτα αὐτή.
Στό λημέρι τῶν Σαρακηνῶν, τελείωναν οἱ προετοιμασίες γιά τήν ἐπιδρομή. Οὔτε φωτιά, οὔτε θόρυβος. Ὅλα γίνονταν μέσα στό σκοτάδι, ἀθόρυβα, γιά νά μήν ἀντιληφθεῖ τήν παρουσία τούς κανένας τσομπάνος καί γίνει γνωστός στούς κατοίκους ὁ ἐρχομός τους. Κατά τά μεσάνυχτα ξεκίνησαν γιά τό Μοναστήρι. Περπατοῦσαν σιγά, μέ προφύλαξη. Τό πᾶν ἦταν ὁ αἰφνιδιασμός. Τή διαδρομή τῶν τριῶν τετάρτων τήν ἔκαναν περισσότερο ἀπό δύο ὧρες. Δέν πῆραν τό μονοπάτι, ἀλλά μέσα ἀπό τά κτήματα καί τό δάσος. Ἔφτασαν σέ λίγη ἀπόσταση ἀπ’ τό Μοναστήρι καί κρύφτηκαν στά δέντρα. Περίμεναν τήν κατάλληλη ὥρα.
«Εἶναι ὥρα», λέει τό πρωτοπαλίκαρο τοῦ ἀρχιπειρατῆ. «Ὅλοι κοιμοῦνται, δέν θά μᾶς πάρει κανείς χαμπέρι».
«Ὄχι», λέει ὁ ἀρχιπειρατής, «εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο. Μᾶς ἔχουν ἀποκρούσει μέ ζημιές πολλές φορές οἱ καλόγεροι. Μωρέ θά τούς ἤθελα στό τσοῦρμο μου τέτοια παλικάρια πού εἶναι. Ἀλλά δέν γίνεται, θά τούς χτυπήσουμε ὅταν δέν τό περιμένουν μέσα στήν ἐκκλησιά τούς τά χαράματα πού θά πάν’ νά λειτουργηθοῦν. Τώρα εἶναι πολύ ἐπικίνδυνα. Θά μᾶς βάλουν στή μέση ἀπό τά μπουντρούμια τούς (κελιά) καί θά μᾶς λιανίσουν. Ξέρω ἐγώ. Μόνο νά μή σᾶς πάρουν εἴδηση, ἀλίμονό σας».
Οἱ ὧρες περνοῦσαν μέ τούς πειρατές ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι νά καιροφυλαχτοῦν, ὅταν τήν ἁπαλή σιγαλιά τῆς βαθιᾶς αὐγῆς τήν ἔσκισε τό γλυκόηχο σήμαντρο τοῦ Μοναστηριοῦ, πού καλοῦσε τούς μοναχούς στήν ὀρθινή λειτουργία τῆς προηγιασμένης. Καλά – καλά δέν εἶχε σταματήσει τό σήμαντρο καί τά βαριά βήματα τῶν μοναχῶν ἀκούγονταν ρυθμικά πάνω στόν ξύλινο ἐξώστη τοῦ Μοναστηρίου, πού κατηφόριζαν γιά τόν ναό. Σέ λίγο καί πάλι ἡσυχία. Ὅλοι οἱ μοναχοί εἶχαν συγκεντρωθεῖ στόν ναό.
Οἱ πειρατές περίμεναν λίγο ἀκόμη καί ἔπειτα, σιγά – σιγά, ξετρύπωσαν ἀπό τήν κρυψώνα τους καί πλησίασαν μέ πολλές προφυλάξεις τό τεῖχος τοῦ Μοναστηριοῦ. Τό πρωτοπαλίκαρο ξετύλιξε ἀπό τή μέση τόν γάντζο, τύλιξε στά ἄγκιστρά του ἕνα μεγάλο πανί γιά νά μήν ἀκουστεῖ καθώς θά τό πετοῦσε πάνω στό τεῖχος νά γαντζωθεῖ, ἔκανε τόν γάντζο νά γυρίσει μερικές φορές γύρω ἀπό τό σῶμα του καί τόν πέταξε μέ δύναμη καί τέχνη πολύ ψηλά καί ἴσια στήν πλάτη τοῦ τείχους. Τράβηξε τό σχοινί γιά νά διαπιστώσει ὅτι ἐπίασε καλά, γύρισε, ἔκανε νόημα στόν ἀρχιπειρατή καί ἄρχισε νά ἀνεβαίνει μέ προσοχή.
Στό νόημα τοῦ πειρατῆ ἔτρεξαν ὅλοι στή μεγάλη καστρόπορτα τοῦ Μοναστηριοῦ, πού τό πρωτοπαλίκαρο θά ἄνοιγε ἀπό μέσα. Σέ λίγο ὁ πειρατής μέ τόν γάντζο βρισκόταν στήν αὐλή καί, προστατευόμενος ἀπό τό βαθύ σκοτάδι, σύρθηκε ὡς τήν πόρτα καί, τραβώντας τό μεγάλο σύρτη, τήν ἄνοιξε. Σάν δαίμονες τῆς κόλασης, οἱ πειρατές ὅρμησαν μέ ἀλαλαγμούς μέσα στό Μοναστήρι καί μπῆκαν στήν ἐκκλησιά. Οἱ μοναχοί τά ἔχασαν καί, πρίν προλάβουν νά συνέλθουν, πέθαιναν σφαγμένοι ἀπό τούς μπαλτάδες τῶν Σαρακηνῶν.
Ὁ Γαβριήλ, τό δόκιμο καλογεροπαίδι πού βρισκόταν στό Ἱερό του Ναοῦ, βοηθώντας τόν ἡγούμενο στά λειτουργικά του καθήκοντα, συνῆλθε κάπως γρηγορότερα καί, ἀνοίγοντας τό στενό παράθυρο τοῦ Ἱεροῦ, ἀναρριχήθηκε στή σκεπή τοῦ Ναοῦ. Ὅμως οἱ κινήσεις του δέν ξέφυγαν ἀπό τά μάτια τῶν Σαρακηνῶν, πού, φοβούμενοι μήν τρέξει καί εἰδοποιήσει τριγύρω τους συνοικισμούς, βγῆκαν ἔξω νά τόν κυνηγήσουν. Μερικοί κατόρθωσαν νά μισοανεβοῦν στή σκεπή μέ κάτι σκάλες πού εἶχαν ἀφήσει οἱ μοναχοί ἀποβραδίς, ἀσβεστώνοντας τούς τοίχους τοῦ Μοναστηριοῦ.
Ἀλλά, Κύριε τῶν δυνάμεων! Ἕνας ἄνεμος καί μία βουή ἀκούστηκε ἀπ’ τή σκεπή τοῦ Ναοῦ, ἡ ὁποία μετατράπηκε σέ φουρτουνιασμένο πέλαγος καί πάνω στ’ ἀσπρισμένα κύματα ἕνας πελώριος στρατιώτης, ἀγριωπός, μέ σπάθα πού ἔβγαζε φωτιές, κινοῦσε καταπάνω στούς πειρατές. Οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς τῶν πειρατῶν σηκώθηκαν σάν βελόνες καί μέ ἄναρθρες φωνές, ἀφήνοντας ὄπλα καί κλοπιμαία, ξεχύθηκαν στόν κατήφορο.
Ὁ μοναχός, βλέποντας τό μεγάλο αὐτό θαῦμα νά τόν σώζει, ἔχασε τίς αἰσθήσεις του. Ὅταν συνῆλθε, γλυκοχάραζε. Στήν ἀρχή τά εἶχε χαμένα. Μά τί συνέβη; ἀναρωτήθηκε. Σιγά σιγά ὅμως ἄρχισαν νά ἔρχονται στόν νοῦ τοῦ ὅλες οἱ φοβερές εἰκόνες πού διαδραματίστηκαν πρό ὀλίγου. Ὅταν ἀναλογίστηκε τά συμβάντα, σταυροκοπήθηκε τραυλίζοντας τό ἀπολυτίκιο τῶν Ταξιαρχῶν. Κατέβηκε ἔπειτα κάτω καί μπῆκε στόν ναό. Τό αἷμα τοῦ πάγωσε βλέποντας ὅλους τους συντρόφους τοῦ σφαγμένους. Τό σῶμα τοῦ κέρωσε καί τά πόδια τοῦ ἔμειναν καρφωμένα στό δάπεδο. Ἔμεινε στή θέση αὐτή πολλή ὥρα μέ τά μάτια τοῦ ὀρθάνοιχτα καί τρομαγμένα. Ὁ ἱερός χῶρος τοῦ ναοῦ, πού πρίν ἀπό λίγο εὐωδίαζε ἀπό τό θυμίαμα καί τόν ζωντάνευαν οἱ ψαλμωδίες τῶν μοναχῶν, τώρα ἐμοίαζε μέ κοιμητήρι. Ἕνα ἁπαλό χάϊδεμα τῆς πρωινῆς αὔρας, πού τρύπωσε ἀθόρυβα ἀπ’ τό ἀνοιχτό παράθυρο πού εἶχε ἀφήσει ὁ μοναχός στήν προσπάθειά του νά σωθεῖ τόν συνέφερε. Κοίταξε τριγύρω του, σάν νά ξυπνοῦσε ἐκείνη τή στιγμή, καί ἔπειτα ἔτρεξε μέ ἀγωνία καί γονάτισε στόν καθένα αἱμόφυρτο σύντροφό του μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἔβρισκε ἔστω καί ἕναν ζωντανό. Οἱ ἐλπίδες τοῦ ὅμως διαψεύστηκαν. Οἱ μοναχοί, ὅλοι, ἦταν ἄψυχοι.
Μέ ξεχειλισμένη τήν ψυχή του ἀπό θλίψη γιά τόν χαμό τῶν συντρόφων του καί τή σκέψη τοῦ θολή ἀπό τά συμβάντα, ξαναχάνει τίς αἰσθήσεις του. Κρατήθηκε ὅμως τήν τελευταία στιγμή μέ πεῖσμα. Ἔσυρε τά βήματά του στό εἰκονοστάσι τοῦ Ἀρχαγγέλου καί σχεδόν κρεμάστηκε σ’ αὐτό μέ τά δύο του χέρια γαντζωμένα στίς γωνιές του. Σήκωσε μέ κόπο τή ματιά του στήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου καί νοερά ζήτησε βοήθεια καί φώτιση.
Τό τρεμουλιαστό, ἱλαρό φῶς τῶν κανδηλιῶν, χάιδευε κυματιστά τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου. Ἐνίωσε κάτι ἰσχυρό νά διαπέρνα ὅλο του τό εἶναι, νά τόν δυναμώνει. Μέσα ἀπό τίς κυματιστές σκιές τῆς εἰκόνας, σιγά σιγά τά μάτια τοῦ ἔβλεπαν τό πρόσωπο τοῦ Ἀρχαγγέλου, ἕνα πρόσωπο! Θεέ μου! Ἀέρινο, ζωντανό, ὑπερκόσμιο!
«Ταξιάρχη μου, Ταξιάρχη μου», σχεδόν κραύγασε. «Τίς ψυχές τῶν ἀδελφῶν μου μοναχῶν πάρε στά χέρια Σου ἐσύ καί πᾶν πλημμέλημα ἤ ἀνόμημα τόν Κύριο παρακάλεσε νά συγχωρήσει».
Τό πρόσωπο τοῦ Ἀρχαγγέλου γλύκανε. Ὤ τί θεϊκή γλύκα! Ἄρχισε νά γαληνεύει καί ἡ δική του ψυχή. Ἄχ, νά μποροῦσε νά ἀπεικονίσει κάπου τήν ἐξαίσια αὐτή μορφή. Νά τήν κάνει εἰκόνα. Ὅμως δέν γνώριζε ἀπό ἁγιογραφία καί οὔτε καν τά στοιχειώδη ὑλικά δέν εἶχε γιά μία τέτοια ἐργασία.
«Γιατί; Γιατί; Ταξιάρχη μου νά μή μπορῶ ὁ ἁμαρτωλός;», μονολογοῦσε.
Ἕσφιξε μέ ἀπόγνωση τά δάκτυλά του σφιχτά καί ἐνίωσε τά νύχια του νά χώνονται στίς σάρκες του. Πόνεσε, ἄνοιξε τά δάκτυλά του, κοίταξε μέσα στήν παλάμη του. Πάνω στή λευκή ἐπιδερμίδα, δύο-τρεῖς σταγόνες αἷμα σάν ρουμπινένιες μικρές χάντρες. Τίς κοίταξε ἀφηρημένα καί ἀπότομα, σάν νά ἀνακάλυπτε κάτι τό σπουδαῖο, κάτι τό συγκλονιστικό, φώναξε:
«Αἷμα, Αἷμα. Αὐτό εἶναι. Εὐχαριστῶ, Ταξιάρχη μου, εὐχαριστῶ». Καί ἀφοῦ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, βιαστικά, σάν σίφουνας, ὅρμησε ἔξω ἀπό τό Ναό, ἀνηφόρησε τίς σκάλες καί χώθηκε στό κελάρι του. Σέ λίγο ἔβγαινε βιαστικά κρατώντας μία πήλινη λεκάνη καί ἕναν σπόγγο. Μπῆκε στόν ναό. Ἐκεῖ, μέ μεγάλη προσοχή καί εὐλάβεια, ἄρχισε νά συγκεντρώνει τό αἷμα τῶν μοναχῶν μέσα στή λεκάνη, μουρμουρίζοντας:
«Σ’ εὐχαριστῶ Ταξιάρχη μου, σ’ εὐχαριστῶ πού μέ φώτισες καί μ’ ἔδειξες τόν τρόπο». Καί ἀποτεινόμενος στούς νεκρούς του συντρόφους:
«Ἀγαπημένοι μου ἀδελφοί, τό αἷμα σας δέν θά πάει χαμένο. Μ’ αὐτό θά φτιάξω τήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχάγγελου Μιχαήλ, γιά νά τόν εὐχαριστήσω ἀπό μέρους σας, πού μεταφέρει στά ἅγια Του χέρια, τίς ψυχές σας στόν Δημιουργό».
Ὅταν τελείωσε τήν περισυλλογή τοῦ αἵματος, βγῆκε πάλι ἀπό τόν ναό γιά νά γυρίσει σέ λίγο ἔχοντας μέσα σέ μία μεγάλη χωμάτινη κούπα ψιλοκοσκινισμένο ἀσπρόχωμα. Τήν ἔθεσε κοντά στή λεκάνη μέ τό αἷμα, ἀνασηκώθηκε, ἔφερε τά βήματά του κοντά στό εἰκονοστάσι τοῦ Ἀρχαγγέλου, ἔκανε τρεῖς μετάνοιες, ἀσπάσθηκε τήν εἰκόνα καί εἶπε:
«Ἀρχάγγελε μου, σέ παρακαλῶ, βοήθησε μέ. Ξέρεις ὅτι δέν ἔχω ἰδέα ἀπό τέτοιου εἴδους ἐργασίες καί, ἄν τό ἀποφάσισα, ἦταν μέ τή δική σου φώτιση. Σέ παρακαλῶ, σέ ἱκετεύω, κράτησέ μου τά χέρια».
Ἔκανε καί πάλι τόν σταυρό του, ἔσκυψε πάνω στίς δύο κοῦπες καί ἄρχισε νά πλάθει πηλό μέ τό αἷμα τῶν μοναχῶν καί τό ἀσπρόχωμα. Σέ λίγο ἡ μεγάλη χωμάτινη λεκάνη εἶχε γεμίσει ἀπό ἕνα σκοῦρο ροδακινόχρωμο πηλό.
Ὁ μοναχός ἀνασηκώθηκε, ἔστρεψε τό πρόσωπο τοῦ ψηλά, ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καί τοῦ Ἀρχαγγέλου Του, Μιχαήλ, ἔκανε τόν σταυρό του καί ἄρχισε μέ τρεμάμενα χέρια νά φιλοτεχνεῖ τήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου. Μέ τίς πρῶτες κινήσεις ἄρχισε νά ζεῖ ζωηρά τά γεγονότα τῆς σκεπῆς. Τά τρεμάμενα, στήν ἀρχή, χέρια τοῦ ἄρχισαν νά γίνονται σταθερά, νά δουλεύουν μέ σιγουριά, ταχύτητα καί χάρη, λές καί κάποια ἀόρατη δύναμη τά βοηθοῦσε. Τό πρόσωπο τοῦ Ἀρχάγγελου τῆς σκεπῆς, τό ἀγριωπό μά καί θεϊκό μαζί, ἦταν θαρρεῖς μπροστά του, ὁλοζώντανο, μέ κάθε λεπτομέρεια. Αὐτό τόν βοηθοῦσε νά ἀνατυπώνει τά χαρακτηριστικά του πάνω στόν αἱματοπότιστο πηλό μέ μεγάλη εὐχέρεια.
Πέρασε πολλή ὥρα ἐργαζόμενος κι, ὅταν σταμάτησε γιά λίγο καί κοίταξε ἀπό κάποια ἀπόσταση τό ἔργο του, ἔμεινε κατάπληκτος ἀπό τήν ἀπόλυτη ὁμοιότητα τῶν χαρακτηριστικῶν του Ἀρχαγγέλου
τῆς σκεπῆς. Κοίταξε ἔπειτα τή χωμάτινη λεκάνη καί τότε συνειδητοποίησε ὅτι ὁ πηλός εἶχε μείνει ἐλάχιστος. Θεέ μου! Καί δέν εἶχε φτιάξει παρά τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου, τίς φτεροῦγες Του καί τήν πύρινη ρομφαία. Πάνω στήν ἔνταση καί τήν προσπάθεια ν’ ἀπαθανατίσει τά χαρακτηριστικά του Ἁγίου, δέν πρόσεξε τό ὑλικό του πηλοῦ πού λιγόστευε. Νά χαλάσει ὅ,τι ἐφτίαξε καί νά ξαναρχίσει ἀπό τήν ἀρχή; Ἀδύνατον. Δέν ἦταν πιά βέβαιος ὅτι θά πετύχαινε αὐτό πού τώρα ἐμπρός του καμάρωνε εὐχαριστημένος.
Μά τότε; Ἔσκυψε, πῆρε τόν ὑπόλοιπο πηλό, καί ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἄπειρο παιδί ζωγραφίζει σέ χαρτί ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, σχεδιάζοντας τόν κορμό, τά χέρια καί τά πόδια τοῦ ἀνθρώπου, μέ μία μόνο χονδρή κοντυλιά, ἔτσι καί κεῖνος μέ τόν λίγο πηλό πού τοῦ ἔμεινε, σχεδίασε τό ὑπόλοιπο σώματος Ἀρχαγγέλου, πολύ ἄτεχνο μέν ἀπό τό λαιμό καί κάτω, ἀλλά ὁλοκληρωμένο. Τό βλέπουμε καί σήμερα ὅταν ἀνοίξουμε τό ἀσφαλισμένο κουβούκλιο τοῦ Ἀρχαγγέλου πού κρύβει τό ὑπόλοιπο σῶμα Του.
Πολλές ἑκατοντάδες χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού ἡ ἀνάγλυφη εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου μέ τό σκοῦρο αἱμάτινο χρῶμα τῆς παραμένει ἀναλλοίωτη, ζωντανή, μακριά ἀπό τόν νόμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ χρόνου. Μακριά ἀπό τή φθορά τοῦ ἀσπασμοῦ χιλιάδων πιστῶν πού κάθε χρόνο κατακλύζουν τόν Ἱερό Ναό Του καί χαϊδεύουν καί σκουπίζουν πολλές φορές μέ βαμβάκι (!) τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου Του καί τά δάκρυά Του. Ἀκόμη δέ ἐπικολλοῦν στό μέτωπο καί στά μάγουλά του νομίσματα μεταλλικά παντός εἴδους, τά ὁποία σημαδεύουν τό πρόσωπό Του, ἀλλά τά σημάδια αὐτά ἐξαλείφονται ἔπειτα. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀρκετά νά πείσουν κάθε χριστιανό, μέ πόση χάρη, ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον ἀγκαλιάζει ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ τή χειροποίητη ἀνάγλυφη εἰκόνα Του.
«Πάντας τούς τήν θείαν καί σεπτήν, Σού ἀσπαζόμενους εἰκόνα, Μιχαήλ Μέγιστε Πάσης ἀπολύτρωσαι ὀργῆς καί θλίψεως καί θανάτου ἁπάλλαξον, πικροῦ αἰφνιδίου, καί δεινῆς κακώσεως, σοφέ Ταξίαρχε, ὅπως προστασίαις Σου θείαις, πάντοτε σωζόμενοι πόθω, τό σεπτόν Σου ὄνομα γεραίρομεν».