Πνευματικά Αποσπάσματα
13 Ιουλίου, 2024

Η υμνογραφική προσέγγιση μίας «συμβιβαστικής» Οικουμενικής Συνόδου

Διαδώστε:

α. Εισαγωγικά.

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῶν Ἁγίων ἑξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων τῆς ἐν Χαλκηδόνι Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς τετάρτης Συνόδου»[1]. Η εν λόγω φράση με την οποία εκφράζεται το περιεχόμενο της εορτής των αγίων Πατέρων που χρονολογικά τοποθετείται μεταξύ της 13ης και της 19ης Ιουλίου, αποτυπώνει τον εορτασμό μίας Οικουμενικής Συνόδου η οποία κλήθηκε να συμβιβάσει την ανάγκη για την αποσαφήνιση της δογματικής διδασκαλίας με την εξίσου απόλυτη ανάγκη για την επίλυση προβλημάτων διοικητικής φύσεως της Εκκλησίας. Η δογματική απόκλιση αφορούσε τον Ιησού Χριστό, ενώ τα διοικητικά ζητήματα αφορούσαν στον καθορισμό της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως σε συγκεκριμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπως επίσης και την επίλυση της διαμάχης μεταξύ των Εκκλησιών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων για τις περιοχές στις οποίες θα ασκούσαν ποιμαντική δικαιοδοσία.

β. Η Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος: σκοπός και σύγκλιση.

Ο καθορισμός του χριστολογικού δόγματος, δηλαδή της διδασκαλίας της Εκκλησίας σχετικά με τον Ιησού Χριστό και την Ενανθρώπησή Του, ήταν μία μακρά και επίπονη διαδικασία, η οποία διήρκεσε από την πρωτοχριστιανική περίοδο έως τα μέσα του ενάτου αιώνα (843)[2]. Η διαδικασία αυτή διήλθε πολλά και διαφορετικά στάδια, τα οποία είχαν πολλαπλές επιπτώσεις αφενός για την ενότητα της Εκκλησίας και αφετέρου για την άσκηση της ποιμαντικής δικαιοδοσίας των πέντε πατριαρχικών Θρόνων της χριστιανικής οικουμένης. Η Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στη Χαλκηδόνα το έτος 451, αρχικά με σκοπό την ύπαρξη σαφούς τοποθέτησης ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος κατά τη Σάρκωσή Του, ενώ στη συνέχεια παρείχε τις απαραίτητες διευκρινήσεις στις Εκκλησίες σχετικά με την άσκηση της ποιμαντορίας τους[3]. Ωστόσο, οι λύσεις οι οποίες αποδόθηκαν, αν και «ὀρθοτόμησαν καὶ ἐδόξασαν τῆς εύσεβείας τὸ μέγα Μυστήριον»[4], εντούτοις προκάλεσαν τριγμούς στην ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος[5]. Μία οικογένεια Εκκλησιών (η Κοπτική της Αιγύπτου, η Αρμενική, η Αιθιοπική, η Συρο-Ιακωβιτική και η Συριακή Εκκλησία Μαλανκάρ των περιοχών της Ινδίας και της Ερυθραίας) διέρρηξε την ενότητα με τους πέντε επίσημους πατριαρχικούς Θρόνους (Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα), ενώ τέθηκαν τα θεμέλια για την προετοιμασία του Μεγάλου Σχίσματος των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως το έτος 1054. Το ερώτημα το οποίο τίθεται στην προκειμένη περίπτωση είναι το εξής· πώς η υμνολογία καλείται να περιγράψει τα όσα εκτυλίχθησαν στις εργασίες της εν λόγω Οικουμενικής Συνόδου;

γ. «Ὁ ὑφαντὸς ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας χιτῶν».

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα προκύπτει από την εξέταση συνολικά των ύμνων του Όρθρου της εορτής. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος Κόκκινος (1353-1355, 1364-1376)[6], ο οποίος συνέθεσε τους Κανόνες της εορτής, αποδίδει έμφαση στο δογματικό τμήμα των αποφάσεων της Συνόδου. Η ακροστιχίδα του κανόνα, «Πλάνης ἀνυμνῶ δεξιοὺς καθαιρέτας»[7], φανερώνει την πρόθεση του υμνογράφου να μην πραγματοποιηθεί η οποιαδήποτε μνεία στις διαμάχες των πατριαρχικών Θρόνων για τα πρεσβεία τιμής και τις περιοχές δικαιοδοσίας τους. Ο υμνογράφος συνθέτει δύο κανόνες· ο πρώτος κανόνας είναι τονισμένος σε ήχο Πρώτο με σκοπό το πανηγυρικό και θριαμβευτικό άκουσμα του ήχου να αναδείξει την επικράτηση της ορθόδοξης Εκκλησίας επί της αιρετικής απειλής. Ο δεύτερος κανόνας είναι τονισμένος σε ήχος Πλάγιο του Τετάρτου ώστε το σώμα της Εκκλησίας να κατανοήσει τη διατυπωμένη δογματική διδασκαλία εντός των ύμνων με την ακρόαση του διδακτικού και ελαφρώς χαροποιού ύφους του εν λόγω ήχου. Ο υμνογράφος ευχαριστεί το Δεσπότη Χριστό επειδή οι σοφοί Πατέρες «ἡμῖν ἐξεκάλυψαν ἕνα τρισυπόστατον, Θεὸν τρανῶς καὶ πανσθενῆ ἐδίδαξαν, τῆς πλάνης πάντας ῥυσάμενοι»[8].

Η θεολογία της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου οφείλει χάριτες στον άγιο Κύριλλο, αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, ο οποίος θεολόγησε για την υποστατική ένωση της θείας και της ανθρώπινης ουσίας στον σαρκωμένο Ιησού Χριστό. Επομένως, ο υμνογράφος Φιλόθεος μόλις σε μία στροφή αποτυπώνει τον πυρήνα των εργασιών της Συνόδου και μνημονεύει τη θεολογία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας (370-444), ο οποίος είχε αποβιώσει πριν τη σύγκληση της Συνόδου· «Ἑξακοσίων, ὁ ἀριθμὸς τριάκοντα, εὐσεβεστάτων ἀνδρῶν, τὴν Εὐτυχοῦς πλάνην, καὶ Σεβήρου αἵρεσιν, καταβαλόντες ἔφασαν. Ἐν δυσὶ ταῖς οὐσίαις, Χριστὸν κηρύττομεν, βαίνοντες ἔπεσι Κυρίλλου τοῦ μάκαρος»[9]. Η συγγραφή της ακολουθίας κατά τη διάρκεια της μη ύπαρξης κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως δεν εμπόδισε τον Φιλόθεο Κόκκινο να αναδείξει το ρόλο της Εκκλησίας Ρώμης ως προς τη διαφύλαξη του ορθοδόξου δόγματος εκείνη τη χρονική περίοδο. Άλλωστε, ήταν αρκετές οι φορές, τουλάχιστον έως το έτος 861, κατά τις οποίες η Εκκλησία Ρώμης υπερασπίσθηκε την ορθή πίστη επειδή ακριβώς η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως είχε ακολουθήσει την εσφαλμένη οδό στη διαχείριση των θεολογικών ερίδων[10]. Ο υμνογράφος επισημαίνει ότι «νόμους τοὺς τοῦ Πνεύματος, μελέτην ποιούμενοι, τοὺς πρακτικοὺς νόμους Σοφοί, καταπεμφθέντας πρὸς ὑμᾶς, ἐκ Ῥώμης ἐδέξασθε, καὶ ἀναπτύξαντες φωτὶ τῷ τοῦ Πνεύματος, τὴν Ἐκκλησίαν καλῶς ἐστηρίξατε»[11]. Επίσης, «δῶρον θεῖον τὰς ἐκ Ῥώμης γραφὰς λογισάμενοι, ἐπ’ ἐκείναις εὐσεβείας τὸν πύργον ἐστήριξαν, οἱ σοφοὶ Διδάσκαλοι, διττὰς Χριστοῦ τὰς ἐνεργείας, ὡς καὶ τάς φύσεις κηρύξαντες»[12].

Η οικογένεια των Εκκλησιών η οποία αποκόπηκε με τη θέλησή της από το σώμα της Εκκλησίας δεν μνημονεύεται ευθέως από τον υμνογράφο και πατριάρχη Φιλόθεο. Οι ύμνοι, οι οποίοι ψάλλονται στους Αίνους του Όρθρου της εν λόγω Κυριακής είναι τονισμένοι σε ήχο Πλάγιο του Δευτέρου ώστε να αναδειχθεί εκ νέου η πρόθεση του υμνογράφου με διδακτικό και συνάμα περιληπτικό ύφος να ανακεφαλαιώσει τα όσα παρέθεσε στους Κανόνες της ημέρας. Το τραχύ άκουσμα του Πλαγίου Δευτέρου, όπως αυτό εκφράζεται στα υπάρχοντα Προσόμοια της εορτής, επιλέγεται ως το καταλληλότερο για τη σύντομη επανάληψη και εμπέδωση των όσων προκάλεσαν τη σύγκληση της Συνόδου και επακόλουθα καθόρισαν την έκβασή της. Ο Όρος της Συνόδου χαρακτηρίζεται ως «θεοδίδακτος», ενώ οι Πατέρες με τη χρήση της «σφενδόνης τοῦ Πνεύματος» απέβαλλαν από το πλήρωμα της Εκκλησίας «τοὺς βαρεῖς ἤλασαν, καὶ λοιμώδεις λύκους». Η αποβολή των αιρετικών από την Εκκλησία, όπως επίσης και όσων επέλεξαν να αποκοπούν από την υπάρχουσα ενότητα, χαρακτηρίζεται από τον πατριάρχη Φιλόθεο ως πορεία προς τον πνευματικό θάνατο επειδή «ἀνιάτως ἐνόσησαν»[13].

δ. Συμπεράσματα

Η υμνολογική προσέγγιση του Φιλοθέου Κόκκινου στην Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο αποτυπώνει τον ίδιο το χαρακτήρα της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Οι προσπάθειες των συμμετεχόντων Πατέρων να οδηγήσουν σε διαλλαγή τις Εκκλησίες οι οποίες φιλονικούσαν για τις περιοχές δικαιοδοσίας τους, όπως επίσης και η προσπάθεια για τον καταρτισμό της δογματικής διδασκαλίας περί της θείας και της ανθρώπινης φύσεως του Ιησού Χριστού, συνθέτουν το χαρακτήρα της «συμβιβαστικής» Συνόδου του 451. Ο υμνογράφος Φιλόθεος πετυχαίνει να συμβιβάσει στους Κανόνες και τους Αίνους της Ακολουθίας όλα τα παραπάνω, αποσιωπώντας εν μέρει ότι η εν λόγω Σύνοδος έγινε η αφορμή για την αποκοπή των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, όπως επίσης και η σπίθα η οποία πυροδότησε τον σταδιακό χάσμα μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης. Εν κατακλείδι, η υμνογραφία της εν λόγω Κυριακής φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία μερίμνησε ώστε ο προσευχόμενος να προσλάβει το θεολογικό νόημα της ημέρας, όπως επίσης και τις αδιαμφισβήτητες ιστορικές αλήθειες σχετικά με την πορεία διαμόρφωσης του δόγματος όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Γένοιτο!

Παραπομπές:

[1] Βαρθολομαίος Κουτλμουσιανός (επ.), Μηναίον τοῦ Ιουλίου, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ἐν Ἀθῆναις 1967, σ. 73.
[2] Βλάσιος Ιω. Φειδάς, Εκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Ι­στο­ρί­α, Α­πὸ την αρ­χὴ μέ­χρι την Ει­κο­νο­μα­χί­α, Αθήνα, τ. Α΄, χ.ε., Αθήνα (2)1994, σ. 19.
[3] Georg Ostrogorsky, Ι­στο­ρί­α του Βυ­ζαν­τι­νού Κρά­τους, τ. Α΄ (μτφρ. Ιωάννη Παναγοπούλου), εκδ. Βασιλόπουλος, Αθήνα (5)1997, σ. 122.
[4] Βαρθολομαίος Κουτλμουσιανός (επ.), Μηναίον τοῦ Ιουλίου, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ἐν Ἀθῆναις 1967, σ. 73.
[5] Ιωάννης Ε. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τ. Α΄, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 278-280.
[6] Μανουήλ Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοὶ Πίνακες (ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικαί περί των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως από Ανδρέου του πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ΄ του από Θεσσαλονίκης, 36-1884), εκδ. Otto Keil, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1890, σ. 431-439.
[7] Βαρθολομαίος Κουτλμουσιανός (επ.), Μηναίον τοῦ Ιουλίου, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ἐν Ἀθῆναις 1967, σ.72.
[8] Βαρθολομαίος Κουτλμουσιανός (επ.), Μηναίον τοῦ Ιουλίου, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ἐν Ἀθῆναις 1967, σ. 72.
[9] Βαρθολομαίος Κουτλμουσιανός (επ.), Μηναίον τοῦ Ιουλίου, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ἐν Ἀθῆναις 1967, σ. 73.
[10] Averil Cameron, “Byzantium and the Past in the Seventh Century: The Search for Redefinition”, στο Changing Cultures in Early Byzantium, εκδ. Ashgate, Aldershot 1996, σ. 268-269.
[11] Βαρθολομαίος Κουτλμουσιανός (επ.), Μηναίον τοῦ Ιουλίου, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ἐν Ἀθῆναις 1967, σ. 74.
[12] Βαρθολομαίος Κουτλμουσιανός (επ.), Μηναίον τοῦ Ιουλίου, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ἐν Ἀθῆναις 1967, σ. 74.
[13] Βαρθολομαίος Κουτλμουσιανός (επ.), Μηναίον τοῦ Ιουλίου, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ἐν Ἀθῆναις 1967, σ. 75.

Πηγή: pemptousia.gr

Διαδώστε: