Η τρίτη Κυριακή από του Πάσχα είναι αφιερωμένη στους αγίους Μυροφόρους, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι φρόντισαν για την ταφή του ακηράτου σώματος του Κυρίου μας. Θέλοντας έτσι να τιμήσει την εξαιρετική αφοσίωσή τους στο Χριστό, όπως και τον ηρωισμό τους, καθ’ ότι δεν ήταν εύκολο εγχείρημα να ζητήσουν για ταφή το σώμα ενός καταδικασμένου για το κακούργημα της εσχάτης προδοσίας.
Η όποια εκδήλωση συμπάθειας προς τον καταδικασμένο για τέτοιο έγκλημα, έθετε σε κίνδυνο στιγματώσεως αυτόν που θα την εκδήλωνε. Δεν ήταν δύσκολο να θεωρηθεί συνεργάτης του και να έχει την ίδια τύχη με τον νεκρό εγκληματία!
Η επίσημη κατηγορία κατά του Χριστού ήταν ότι ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλέα, «λέγοντα εαυτόν Χριστόν βασιλέα είναι» (Λουκ.23,2). Για τούτο και οι δήμιοι στρατιώτες έγραψαν σε επιγραφή επί του σταυρού «της αιτίας αυτού επιγεγραμμένη, ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (Μαρκ.15,26). Κάθε μορφή αντιποίησης της ρωμαϊκής εξουσίας τιμωρούνταν με βαρύτατες ποινές και συχνά το θάνατο. Ιδιαίτερα τιμωρούνταν τέτοιες περιπτώσεις στην Ιουδαία, σε μια από τις πλέον ταραγμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπου οι επαναστάσεις κατά της ρωμαϊκής κατοχής ήταν συχνές και αιματηρές. Ο Χριστός παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τους Ιουδαίους «κατηγορείσθαι αυτόν υπό των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων» (Ματθ.27,13) ότι «βασιλέα εαυτόν» εποίησε (Ιωάν.19,13) και πως «πας ο βασιλέα εαυτόν ποιεί αντιλέγει τω Καίσαρι» (Ιωάν.19,13). Με αυτά τα εκβιαστικά απαιτούσαν από τον Πιλάτο να Τον θανατώσει, γεγονός το οποίο θορύβησε τον ρωμαίο ηγεμόνα και υπέγραψε την θανατική Του καταδίκη.