Το μεγάλο Γεγονός της Υπαπαντής του Χριστού έλαβε χώρα σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση του Ιησού. Επειδή, σύμφωνα με το νόμο, ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας, έπρεπε να αφιερωθεί στον Θεό και συγχρόνως οι γονείς να προσφέρουν σε Αυτόν μία μικρή θυσία από ένα ζευγάρι περιστέρια.
Το ζευγάρι του Ιωσήφ και της Μαρίας προϋπάντησε στο ναό ο υπερήλικας Συμεών, ο οποίος δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του και φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα.
Τα βυζαντινά χρόνια, η Υπαπαντή γιορταζόταν ως μικρή γιορτή στις 14 Φεβρουαρίου, ωστόσο ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός την ανήγαγε σε δεσποτική το 542 και επέβαλε να εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου, ζητώντας τη βοήθεια του Θεού για έναν λοιμό που έπληττε την επικράτεια του.
Το σημερινό Ἀπολυτίκιο της μεγάλης γιορτής έχει ως ακολούθως:
“Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβῦτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἠμῶν, χαριζόμενον ἠμὶν καὶ τὴν Ἀνάστασιν”.