Σήμερα, 14 Ιανουαρίου, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της Αγία Νίνας της Ισαποστόλου, η οποία καταγόταν από την Καππαδοκία και μαρτύρησε στη Γεωργία, όπου βρίσκεται και ο τάφος της.
Η Αγία Νίνα καταγόταν από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, όπου ζούσαν αρκετοί Γεωργιανοί στην εποχή της. Θεωρείται ως ιδρυτής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Γεωργίας, περί το 330, δηλαδή πριν 1693 χρόνια, όταν πρώτη διέδωσε εκεί την Αλήθεια του Ευαγγελίου.
Ήταν τέτοια τα χαρίσματα, που της έδωσε ο Θεός, ώστε αξιώθηκε να θαυματουργεί εν ζωή μ’ ένα σταυρό από κληματόβεργες στο χέρι.
Τα θαύματά της βίωσαν οι βασιλείς του κράτους της Γεωργίας Μιριάν και Νάνα και εξαιτίας της ασπάστηκαν το Χριστιανισμό.
Η χάρη του Θεού, διαφυλάττει μέχρι σήμερα άφθαρτο το λείψανό της, ενώ ο τάφος της βρίσκεται στο Μοναστήρι Μπόντμπε, στο Καχέτι, στην ανατολική Γεωργία.
Ο πατέρας της, Ζαβουλών, ευσεβής και φημισμένος στρατιωτικός, πριν ακόμα νυμφευθεί, είχε φύγει από την πατρίδα του Καππαδοκία, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό. Η μητέρα της, Σωσάννα, ήταν αδελφή του Επισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβεναλίου. Ο πατέρας της, φλεγόμενος από αγάπη προς τον Θεό, έγινε, με την συγκατάθεση της συζύγου του, μοναχός στην έρημο του Ιορδάνη. Η μητέρα της Αγίας Νίνας τοποθετήθηκε ως διακόνισσα στο Ναό της Αναστάσεως. Την Αγία Νίνα την παρέδωσαν στην ευλαβέστατη Γερόντισσα Νιοφόρα, για να την αναθρέψει.
Όταν η Αγία Νίνα μελετούσε το Ευαγγέλιο και έφθασε στο κεφάλαιο που έγραφε για την σταύρωση του Κυρίου, ο λογισμός της σταμάτησε στον χιτώνα του Χριστού. Αναρωτήθηκε που αν βρίσκεται άραγε η επίγεια πορφύρα του Υιού του Θεού. Της είπαν, λοιπόν, ότι κατά την παράδοση, αυτή φυλασσόταν στην πόλη Μιτσχέτη της Ιβηρίας (Γεωργίας). Τη μετέφερε εκεί ο ραβίνος της πόλεως που ονομαζόταν Ελιόζ, ο οποίος την είχε παραλάβει από το στρατιώτη που την κέρδισε στην κλήρωση κάτω από τον Σταυρό. Τα λόγια αυτά χαράχτηκαν βαθιά στην καρδιά της. Και παρακάλεσε την Θεοτόκο να την αξιώσει να πάει στην Χώρα των Ιβήρων, για να προσκυνήσει τον χιτώνα του Υιού και Θεού της.
Η Παναγία άκουσε την προσευχή της και εμφανίσθηκε στον ύπνο της Αγίας. Την προέτρεψε να πάει στην Ιβηρία να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού και της πρόσφερε ένα Σταυρό από κληματόβεργες, που θα ήταν η ασπίδα και ο φύλακάς της. Η Αγία ξύπνησε και είδε στα χέρια της το θαυμαστό Σταυρό. Τον ασπάσθηκε, έκοψε μια κοτσίδα από τα μαλλιά της, την έπλεξε στον Σταυρό και πήγε να συναντήσει αμέσως το θείο της Επίσκοπο Ιουβενάλιο. Εκείνος διέκρινε το θέλημα του Θεού και της έδωσε την ευχή του.
Έτσι μετά από εντολή της Θεοτόκου, κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Γεωργία, περί τον 3ο Αιώνα μ.Χ. Η αποστολική της δράση και το χάρισμα της θαυματουργίας οδήγησαν τους βασιλείς της Γεωργίας Μιριάν (265-342 μ.Χ.) και Νάνα στην αλήθεια του Χριστού.
Η Αγία βρήκε τον τόπο, όπου είχε εναποτεθεί ο χιτώνας του Χριστού, στον κήπο των ανακτόρων και εκεί ανήγειρε το Ναό του Αγίου Στύλου.
Με πληροφορίες από Εκκλησία Κύπρου και Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας