Τη μνήμη του Προφήτου Μωυσέως, του Ιερομάρτυρος Βαβύλα Αντιοχείας, των τρισχιλίων εξακοσίων εἰκοσιοκτὼ Μαρτύρων και της Αγίας Ερμιόνης, μίας από τις θυγατέρες του Αποστόλου Φιλίππου τιμούμε σήμερα.
Ο Μωυσής γεννήθηκε στην Αίγυπτο γύρω στο 1569 π.Χ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σκοτώνουν τα νεογέννητα αγόρια των Ισραηλιτών, η μητέρα του τον έβαλε σ’ ένα κιβώτιο και τον εγκατέλειψε στις όχθες του Νείλου. Τον βρήκε η Θέρμουθιν, κόρη του Φαραώ, η οποία τον υιοθέτησε δίνοντάς του το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας, και διδάχθηκε όλη τη σοφία και τη γνώση των Αιγυπτίων, χωρίς να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το εβραϊκό έθνος.
Σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη. Διέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός και παντρεύτηκε τη Σεπφώρα και απέκτησαν δύο γιους.
Ο Θεός τού αποκαλύφθηκε ως φωτιά, η οποία έβγαινε μέσα από βάτο, που φλεγόταν, αλλά δεν καιγόταν. Η Θεοφάνεια αυτή, προεικόνιζε το Μέγα Μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Χριστού, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθερώσει το λαό του από τη δουλεία. Επειδή όμως ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο αυτό, ο Θεός του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών.
Στο Σινά ο Θεόπτης μιλούσε στο Θεό με οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς το φίλο του. Ο Κύριος του αποκάλυψε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Σαράντα ήμερες παρέμεινε επάνω στο όρος ο Μωυσής βιώντας ό,τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός τη θεογνωσία.
Ως διάδοχo έχρισε τον Ιησού του Ναυή (του οποίου τη μνήμη εορτάσαμε την 1η Σεπτεμβρίου) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Εκατόν είκοσι ετών πέθανε στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (Νεπό σημερινής Ιορδανίας), όπου είχε ανεβεί για να του δείξει ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθει κανείς την ακριβή τοποθεσία.