Την ιερά μνήμη του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου γιορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας.
Ο Ιάκωβος ήταν γιος του Ιωσήφ του Μνήστορος, και λόγω της συνεχούς συναναστροφής του με τον Ιησού, κατά τα παιδικά τους χρόνια, ονομάστηκε Αδελφόθεος ή Αδελφός του Κυρίου. Η υποδειγματική πίστη και αφοσίωσή του στο Χριστό αποδείχθηκε έμπρακτα μέσα από την ιεραποστολική, ποιμαντική και φιλανθρωπική δράση του ως πρώτου επισκόπου Ιεροσολύμων, αφού κατά την παράδοση είχε χειροτονηθεί από τον ίδιο το Θεάνθρωπο.
Το κύρος του και η υπόληψη με την οποία η πρώτη Εκκλησία περιέβαλλε το πρόσωπό του Αγίου Ιακώβου, εμφανίζονται ανάγλυφα στις τοποθετήσεις του κατά τις εργασίες της Αποστολικής Συνόδου του 49 μ.Χ., όπου η συμβολή του στην εξάπλωσή της νέας πίστης σε όλα τα έθνη υπήρξε καθοριστική.
Ο Άγιος Ιάκωβος προίκισε την Εκκλησία με τη θεόπνευστη Καθολική Επιστολή του, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, αλλά και με την πρώτη Θεία Λειτουργία, που αποτέλεσε τη βάση για τις μεταγενέστερες Θείες Λειτουργίες του Μ. Βασιλείου και του ιερού Χρυσοστόμου.
Τη μεγαλειώδη προσφορά του προς την Εκκλησία ο Αδελφόθεος Ιάκωβος επισφράγισε με το μαρτυρικό του θάνατο, στον οποίο τον υπέβαλαν οι ομοεθνείς του.
Γιατί λέγεται Αδελφόθεος
Λέγεται «αδελφόθεος», επειδή ήταν γιος του Ιωσήφ από γάμο του που είχε προηγηθεί της μνηστείας του με τη Θεοτόκο Μαρία.
Ο Ιάκωβος δεν ακολούθησε τον Χριστό κατά τη διάρκεια του δημόσιου βίου του. Μετά την Ανάσταση, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε ενώπιόν του, πίστεψε και ανέλαβε υπεύθυνες δραστηριότητες στην πρώτη Εκκλησία. Υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος των Ιεροσολύμων κι έλαβε μέρος στην Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων (49 μ.Χ.).
Παρέμεινε πάντοτε στενά συνδεδεμένος με τις ιουδαιοχριστιανικές κοινότητες και περιβαλλόταν με ιδιαίτερη τιμή από τους Ιουδαίους. Ο Ιώσηπος του αποδίδει τον χαρακτηρισμό του «Δικαίου» και αναφέρει ότι ο Ιάκωβος μαρτύρησε δια λιθοβολισμού το 62 μ.Χ.
Ο Ιάκωβος θεωρείται ο συγγραφέας της πρώτης Θείας Λειτουργίας, την οποία αργότερα, λόγω της μεγάλης της διάρκειας, έκαναν συντομότερη πρώτα ο Μέγας Βασίλειος κι ύστερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στον Ιάκωβο ανήκει και η πρώτη από τις επτά καθολικές επιστολές της Καινής Διαθήκης.