Αυτός ήταν από τους Δώδεκα Αποστόλους και στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, (κεφ. 6,16), παρόμοια και στις Πράξεις (κεφ. 1,13), ονομάζεται Ιούδας Ιακώβου, δηλαδή αδελφός του Ιακώβου του αδελφοθέου. Στο κατά Ματθαίον όμως Ευαγγέλιο, ονομάζεται Θαδδαίος και Λευαίος, (κεφ. 10,3) ο οποίος έγραψε και την Καθολική Επιστολή, την φωτιστική εκείνη και δογματική σε όλους τους Χριστιανούς, που πίστεψαν.
Πηγαίνοντας λοιπόν ο θείος αυτός Ιούδας στην Μεσοποταμία και στα εκεί πλησιόχωρα μέρη, κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού και φώτισε τα έθνη που βρίσκονταν εκεί. Πήγε και στην πόλη Έδεσσα και προς τον τοπάρχη Αύγαρο, τον οποίο θεράπευσε από την λέπρα (εάν αυτός, δηλαδή, υποτεθεί, ότι είναι ο Θαδδαίος). Στην συνέχεια πήγε στην πόλη Αραρά και εκεί αφού κρεμάσθηκε από τους άπιστους και με βέλη αφού κτυπήθηκε, παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού και έλαβε από αυτόν τον του μαρτυρίου αμαράντινο στέφανο.
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής τ. Ε΄, έκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη-Άγιον Όρος, σ.299-300)