Ο όσιος Ιλαρίων ο οποίος καταγόταν από την Ιβηρία (Γεωργία), τιμάται στις 19 Νοεμβρίου.
Γεννήθηκε το 822 στην Καχεθία, κοντά στην Τιφλίδα, και ήταν τέκνο πολυμελούς οικογενείας. Ο πατέρας του τον αφιέρωσε σε ηλικία μόλις έξι ετών σε μία μονή που βρισκόταν σ’ εκείνη την περιοχή, και ένας γέροντας της μονής, διακρινόμενος για την αγιότητα του βίου του ανέλαβε την πνευματική κηδεμονία του.
Αργότερα, το 837, σε ηλικία δεκαπέντε περίπου ετών, ο Ιλαρίων, επιζητώντας μεγαλύτερη μόνωση, κατέφυγε στην έρημο Καρετζά, χώρο ασκήσεως πολλών μοναστών, και εγκαταβίωσε σ’ ένα μικρό σπήλαιο, όπου αγωνίστηκε στο στίβο της μοναχικής ζωής, αποσπώντας το θαυμασμό όλων των συνασκητών του. Σύντομα σχηματίστηκε γύρω του μία ενδεκαμελής συνοδεία, κύριο έργο της οποίας κατέστη η αδιάλειπτη προσευχή και ψαλμωδία.
Η μεγάλη φήμη που προκάλεσε η ασκητική βιοτή του σε ολόκληρη την Ιβηρία οδήγησε τον επίσκοπο της χώρας (τον Καθολικό της Ιβηρίας;) στην απόφαση να τον επισκεφθεί και τελικά να τον χειροτονήσει σε ηλικία εικοσιπέντε ετών. Ωστόσο, το μεγάλο πλήθος που συνέρρεε αδιάκοπα σ’ αυτόν, τον ανάγκασε να αναχωρήσει το έτος 847 μαζί με ένα μαθητή του για τα Ιεροσόλυμα, με σκοπό να προσκυνήσει τους αγίους τόπους. Κατά τη διάρκεια της ιεραποδημίας του συνέβησαν διάφορα θαυμαστά γεγονότα, όπως η με θαυματουργικό τρόπο σωτηρία τους από ληστές που τους επιτέθηκαν στη Συρία.
Αφού προσκύνησαν στο όρος Θαβώρ, μετέβησαν εν συνεχεία στα Ιεροσόλυμα, όπου προσκύνησαν το Γολγοθά, το σπήλαιο της Βηθλεέμ, τον Ιορδάνη ποταμό και τη λαύρα του αγίου Σάββα, όπου και διέμεινε επί επτά έτη, ζώντας με αυστηρότατη άσκηση. Ύστερα από εμφάνιση και παρότρυνση της Θεοτόκου, το έτος 854, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του και των αδελφών του.
Αφού οδήγησε τη μητέρα του σε κάποιο μοναστήρι, συνέχισε να επιτελεί μεγαλειώδες πνευματικό έργο στην Ιβηρία, με αποτέλεσμα να επιδιώκεται από πολλούς η επισκοποποίησή του. Για να αποφύγει όμως κάτι τέτοιο, ο Ιλαρίων απομακρύνθηκε σ’ ένα απομονωμένο μοναστήρι, όπου έγινε ηγούμενος, και εν συνεχεία περιόδευσε σε πολλές μονές που είχε ιδρύσει στην Ιβηρία και είχε οργανώσει σύμφωνα με το κοινοβιακό πρότυπο, στηρίζοντας τους πατέρες που εμόναζαν εκεί.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ’ (842-867) ο όσιος Ιλαρίων επισκέφθηκε, συνοδευόμενος από τρεις μοναχούς, την Κωνσταντινούπολη και από εκεί κατευθύνθηκε προς το περίφημο μοναστικό κέντρο της Βιθυνίας στο όρος Όλυμπος, όπου διέμεινε σε ένα ακατοίκητο ερημητήριο.
Αν και αρχικά ο αρχιμανδρίτης των μοναστηριών του Ολύμπου έδωσε εντολή να τους διώξουν από το όρος, φοβούμενος μήπως οι άγνωστοι σ’ αυτόν ίβηρες μοναχοί ειχαν κακές διαθέσεις η ήταν κακόδοξοι, στη συνέχεια, μετά από επέμβαση της Θεοτόκου, η οποία εμφανίσθηκε σ’ αυτόν και τον επέπληξε για τη στάση του, παρακάλεσε τον Ιλαρίωνα να παραμείνει εκεί. Σύντομα η φήμη του οσίου Ιλαρίωνος απλώθηκε σ’ ολόκληρο τον Όλυμπο, με αποτέλεσμα να τον επισκέπτονται καθημερινά μοναχοί από μονές και ασκητήρια του Ολύμπου.
Εντούτοις, ο Ιλαρίων, θέλοντας να αποφύγει τις τιμές που του απέδιδαν και το θόρυβο που προκαλούσαν με τις αδιάκοπες επισκέψεις τους, όλοι όσοι πληροφορούνταν τα σχετικά με την οσιακή βιοτή του, αποφάσισε μετά από πέντε έτη, να φύγει από τον Όλυμπο μαζί με έναν υποτακτικό του, που ονομαζόταν Ισαάκ, αφήνοντας πίσω τα άλλα μέλη της συνοδείας του, και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, για να προσκυνήσει το ξύλο του Τιμίου Σταυρού και τα άλλα ιερά προσκυνήματα της Βασιλεύουσας.
Στη συνέχεια αποφάσισε να ταξιδέψει στη Ρώμη. Ύστερα από οδοιπορία δεκατεσσάρων ημερών έφθασε στη Θεσσαλονίκη, όπου θεράπευσε έναν κηπουρό. Ο Ιλαρίων συνέχισε να επιτελεί σημεία καθ’ οδόν προς τη Ρώμη. Όταν τελικά έφθασε εκεί, προσκύνησε την εκκλησία των αγίων Πέτρου και Παύλου και τις κατακόμβες των μαρτύρων. Στη Ρώμη παρέμεινε για δύο χρόνια, ζώντας αυστηρή ασκητική ζωή, έχοντας διαρκώς θείες ενοράσεις και επιτελώντας ποικίλα θαύματα.
Τελικά αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, αλλά καθ’ οδόν σταμάτησε και πάλι στη Θεσσαλονίκη, όπου και πάλι πραγματοποίησε ένα ακόμη θαύμα, θεραπεύοντας το άρρωστο παιδί μιας υπηρέτριας. Η φήμη του θαύματος διαδόθηκε σ’ ολόκληρη την πόλη και οδήγησε τον πολιτικό άρχοντα (έπαρχο;) της Θεσσαλονίκης στην αναζήτηση του οσίου, για να τον παρακαλέσει να παραμείνει στην πόλη, πρόταση την οποία και αποδέχθηκε ο γεωργιανός όσιος. Αμέσως επέλεξε μία τοποθεσία κατάλληλη για την ανέγερση ναού και μοναστικού συγκροτήματος, εντός των τειχών, και πιθανότατα στο ανατολικό μέρος της πόλεως, και προχώρησε στο κτίσιμό του. Η εκκλησία του αγίου Ιλαρίωνος υπολογίζεται ότι πρέπει να ανεγέρθηκε περί το έτος 870.
Το έργο του Ιλαρίωνος, διδακτικό κατά κύριο λόγο, υπήρξε εξαιρετικά εποικοδομητικό για τους Θεσσαλονικείς. Ωστόσο μετά την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος, προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, επισκέφθηκε τον ηγεμόνα της πόλεως και τον ευχαρίστησε για την για την αγάπη και την προστασία που του παρείχε. Εν συνεχεία ευλόγησε τους μοναχούς της συνοδείας του και αφού κοινώνησε για τελευταία φορά των αχράντων μυστηρίων, παρέδωσε το πνεύμα του το Σάββατο 19 Νοεμβρίου του 875, σε ηλικία πενήντα τριών ετών, επί της βασιλείας του αυτοκράτορος Βασιλείου Α’ του Μακεδόνος.
Ο αρχιεπίσκοπος της πόλεως, το όνομα του οποίου δε μνημονεύεται στο γεωργιανό Βίο του οσίου Ιλαρίωνος (κατά πάσα πιθανότητα ο Θεόδωρος, που μνημονεύεται και στους Βίους του οσίου Ευθυμίου του νέου και της οσίας Θεοδώρας της μυροβλύτιδος, και αρχιεράτευσε μεταξύ των ετών 864-879/80), έσπευσε αμέσως, συνοδευόμενος από πλήθος ιερέων και διακόνων να προσκυνήσει το τίμιο λείψανο του Οσίου. Συγκεντρώθηκε επίσης μεγάλος αριθμός πιστών για να προσκυνήσει το ιερό σκήνωμα και να αποσπάσει ως ευλογία ένα μικρό τεμάχιο υφάσματος από το ράσο του.
Ο διοικητής της πόλεως διέταξε να τοποθετήσουν το νεκρό σώμα του Οσίου μέσα σε μαρμάρινη σαρκοφάγο, το οποίο έκτοτε δεν έπαυσε να θαυματουργεί, επιτελώντας θεραπείες δαιμονιζομένων και ιάσεις, μεταξύ αυτών και του Προκοπίου, του άρρωστου γιου του διοικητή της πόλεως.
Το επόμενο έτος, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’, λαμβάνοντας υπόψη του τις σχετικές επιστολές του επάρχου και του αρχιεπισκόπου της Θεσσαλονίκης, διέταξε τη μετακομιδή του ιερού λειψάνου του οσίου Ιλαρίωνος στην Κωνσταντινούπολη. Το σκήνωμά του εναποτέθηκε τελικά την 9η Δεκεμβρίου στη γεωργιανή μονή του Ρωμανού.
Ο Βίος του οσίου Ιλαρίωνος γράφηκε κατ’ αρχήν στην ελληνική γλώσσα από το μοναχό Βασίλειο, μαθητή του Οσίου, πρωτασηκρήτη και φιλόσοφο, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορος Βασιλείου Α’. Ο μοναχός Βασίλειος χρησιμοποίησε για τη συγγραφή του Βίου τις πληροφορίες που έλαβε από τους μαθητές του Οσίου και κυρίως από τον Ισαάκ, που συνόδευσε τον Ιλαρίωνα κατά την ιεραποδημία του στη Ρωμη. Έχει υποστηριχθεί ότι ο Βασίλειος ήταν γεωργιανής καταγωγής και επιτελούσε ως πρωτασηκρήτης μεταφραστικό έργο.
Βασική πηγή για το πρόσωπο του οσίου Ιλαρίωνος συνιστά σήμερα ο σωζόμενος γεωργιανός Βίος του, ο οποίος συνιστά μετάφραση του ελληνικού Βίου, που πραγματοποιήθηκε από το μοναχό Θεόφιλο, ο οποίος διετέλεσε και μητροπολίτης Ταρσού, ύστερα από προσταγή του Ίβηρα βασιλέα Δαβίδ Γ’ (1089-1125). Υπήρξε, ωστόσο, και δεύτερος γεωργιανός Βίος του Οσίου, σημαντικά διαφορετικός από τον πρώτο. Σε γεωργιανά χειρόγραφα σώζεται επίσης και Ακολουθία για τον όσιο Ιλαρίωνα.
Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η πληροφορία που προέρχεται από περιηγητές του προηγούμενου αιώνα, σύμφωνα με την οποία στο ναό του αγίου Δημητρίου σωζόταν ψηφιδωτή παράσταση του Οσίου, με την επιγραφή «Ιλαρίων ο Ίβηρ», αν και η αρχαιολογική έρευνα δεν επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, «Ακολουθία πάντων των εν Θεσσαλονίκη διαλαμψάντων αγίων», ΓΠ τχ. 732, ετ. 73 (Μαρτ.-Απρ. 1990) 356-357. Καραγιαννόπουλος, Ι., Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 19875, σσ. 236 (αρ. 258), 243 (αρ. 271). Χρυσοστόμου, Γ., «Οι άγιοι της Θεσσαλονίκης», στο Χαριστήριον τω Παναγιωτάτω Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονι τω δευτέρω επί τη συμπληρώσει εικοσαετούς εν Θεσσαλονίκη ποιμαντορίας (1974-1994), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 927. Bernadette, M.-H., «La Pénégrination du moine géorgien Hilarion au IXe siècle», Bedi Kartlisa. Revue de Kartvélologie 39 (Paris 1981) 101-138. Malamut, E., Sur la route des saints byzantins, Paris 1993, σσ. 51-53, 70, 116, 174, 211, 228, 281, 309, 313, 316, 317. Menthon, B., L’Olympe de Bithynie. Ses Saints, Ses Couvents, Ses Sites, Paris 1935, σσ. 193-196 (=Menthon, B., Μοναστήρια και Άγιοι του Ολύμπου της Βιθυνίας, [μτφρ. Ν. Βασιλοπούλου], εκδ. Ορθοδόξου Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 249-252). Peeters, P., «S. Hilarion d’Ibérie», Anal. Boll. 32 (1913) 236-269. Ο ίδιος, «Histoires monastiques géorgiennes», Anal. Boll. 36-37 (1917-1919) 9. Ruggieri, V., Byzantine Religious Architecture (582-867): Its history and structural elements, [OCA 237], Roma 1991, σ. 258.
Σ.Π.
[Συμεών Πασχαλίδης]
Από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης: http://www.imth.gr/default.aspx?lang=el-GR&loc=1&&page=147&saintid=83
Πηγή: pemptousia.gr