Κατήγετο ἀπό τό χωρίον Δαφνώνας. Σέ νεαρή ἡλικία ἀρραβωνιάσθηκε καί ἀσχολήθηκε μέ τό ἐμπόριο μεταξύ Χίου, Σμύρνης καί Κωνσταντινούπολης.
Θέλοντας νά δεῖ τήν μνηστή του «ίδίοις ὄμμασι» νεκρή, πῆγε στό τάφο νύκτα, τήν ξέθαψε καί τήν πῆρε στήν ἀγκαλιά του. Φιλοσοφίσας τό, ἐκ τῶν Μακαρισμῶν τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας, τροπάριον « ἐξέλθωμεν καί ἴδωμεν ἐν τοῖς τάφοις ὅτι γυμνά ὀστέα ὁ ἄνθρωπος σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία », χωρίς νά πεῖ τίποτε σέ κανένα, ἐγκατέλειψε τίς φροντίδες τοῦ μάταιου κοσμου, ἔγινε μοναχός στή Νέαν Μονή τῆς Χίου καί ἐπιδόθηκε σέ ἀσκητικούς ἀγῶνες.
Μέ τήν εὐλογίαν τοῦ γέροντός του άνέβαινε στήν κορυφή τοῦ Πενθόδους ὅρους, ἄναβε τήν κανδήλα καί γενικά ἐφρόντιζε τό ἐκεῖ ἐρειπωμένο ναΐδριο τοῦ Ἁγίου Ἀπόστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Κάποια στιγμή, «θείᾳ βουλήσει», ἀνακάλυψε ἕνα σπήλαιο στήν Ν.Α. πλευρά τοῦ ὄρους, ὅπου ἀπεφάσισε νά ἀσκητέψη. Ἐκεῖ ἔζησε νηστεύων, ἀγρυπνῶν καί προσευχόμενος νύκτα καί ἡμέρα.
Ὁ Κύριος, βλέποντας τούς πνευματικούς του ἀγῶνες, τόν ἀντάμειψε μέ πολλά πνευματικά χαρίσματα μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό διορατικον. (Προεῖπε τόν μεγάλο καί φοβερό σεισμό τῆς Χίου τό 1881). Σύντομα ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε καί τό ἐρειπωμένο ναΐδριο τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἐξελίχθηκε σέ Σκήτη, ὅπου ὁ Παρθένιος μέ τούς ὑποτακτικούς ἐξασκοῦσε τά μοναχικά του καθήκοντα.
Ὄλος ὁ κόσμος συρρέει ἀπό τά διάφορα μέρη τοῦ νησιοῦ γιά νά ἀκούση τά μελίρρυτα λόγια του καί νά ζητήσει τήν εὐχή καί τήν εὐλογία του. Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Λάζαρος Ζανάρας, κατέγραψε, χωρίς τήν θέλησι τοῦ Ὁσίου, ὅτι ὁ Ὅσιος Παρθένιος ἐπετέλεσε ἐν ζωῇ πολλά θαύματα.